- χωροφύλαξ
- χωρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter des Landes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χωροφύλαξ — ακος, ὁ, ΜΑ βλ. χωροφύλακας … Dictionary of Greek
χωροφύλακας — ο και η / χωροφύλαξ, ακος, ὁ, ΝΜΑ, τ. θηλ. χωροφυλακίνα και τ. πληθ. αρσ. χωροφύλακες και χωροφυλάκοι Ν νεοελλ. οπλίτης τής χωροφυλακής μσν. αρχ. ο φύλακας μιας χώρας ή ενός τόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χῶρος + φύλαξ, ακας (πρβλ. λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek